- ομονοητικός
- ὁμονοητικός, -ή, -όν (Α) [ομονοώ]1. αυτός που συντελεί στην ομόνοια, αυτός που επιφέρει αρμονία2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὁμονοητικόνομόνοια, αρμονία, σύμπνοια.επίρρ...ὁμονοητικῶς (Α)1. με τρόπο που συμβάλλει στην ομόνοια, που επιφέρει σύμπνοια («ὁμονοητικῶς λέγειν», Αριστοτ.)2. φρ. «ὁμονοητικῶς ἔχειν» ή «ὁμονοητικῶς διάκεισθαι» — το να βρίσκεται κανείς σε σύμπνοια με κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.